- επιπληρώ
- ἐπιπληρῶ, -όω (Α) [πληρώ]1. γεμίζω ώς επάνω, τελείως2. μτφ. συσσωρεύω, συναθροίζω3. μέσ. φρ. «ἐπιπληροῡμαί τι» — συγκροτώ το πλήρωμα πλοίου («καὶ ὅτι οὐδ’ ὁπόθεν ἐπιπληρωσόμεθα τὰς ναῡς ἔχομεν», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιπλήρωσις — ἐπιπλήρωσις, ἡ (Α) [επιπληρώ] τέλεια πλήρωση, η πρόσθετη, η επί πλέον πλήρωση … Dictionary of Greek
προσεπιπληρώ — όω, Α γεμίζω τελείως, γεμίζω έως επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιπληρῶ «γεμίζω τελείως»] … Dictionary of Greek